- λινόπτης
- λινόπτης, ὁ (Α)αυτός που παρατηρεί τα δίχτια για να δει αν έχει συλληφθεί κάτι σε αυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -όπτης (< θ. ὀπ- τού ὄπωπα), πρβλ. επ-όπτης, υπερ-όπτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λινόπτης — one who watches nets to see whether anything is caught masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινόπται — λινόπτης one who watches nets to see whether anything is caught masc nom/voc pl λινόπτᾱͅ , λινόπτης one who watches nets to see whether anything is caught masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινόπτας — λινόπτᾱς , λινόπτης one who watches nets to see whether anything is caught masc acc pl λινόπτᾱς , λινόπτης one who watches nets to see whether anything is caught masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
λινοπτάζει — (Α) [λινόπτης] (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιλινεύει, περιβλέπει» … Dictionary of Greek
λινοπτώμαι — λινοπτῶμαι, άομαι (Α) [λινόπτης] παρατηρώ τα δίχτια για να δω μήπως έχει πιαστεί κάτι σ αυτά … Dictionary of Greek